- κελλαρίτης
- κελλαρίτης, ὁ (Α)βλ. κελαρίτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κελλαρίτης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελλαρίτην — κελλαρίτης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελλαρίτου — κελλαρίτης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελλαρίτῃ — κελλαρίτης masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελαρίτης — κελαρίτης, ὁ (Μ, Α κελλαρίτης) [κελλάριον] 1. αποθηκάριος τροφίμων 2. μάγειρος … Dictionary of Greek